ἄλλοτ'

ἄλλοτ'
ἄλλοτε , ἄλλοτε
at another time
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Oleni — For a municipality in the prefecture of Achaea, see Olenia. There is also Oleni Island and Oleni in Russia. Oleni Ωλένη Location …   Wikipedia

  • AETHALIDES — praeco, Mercurii sil. cui quandoque inter mortuos, quandoque inter vivos esse licere concessum est. Apollonius Argon. l. 1. Τείως δ᾿ αὖτ᾿ εν νηὸς ἀριςῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοον`, τῶ πέρ τε μέλεςθαι Α᾿γγελἰας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VULCANUS — I. VULCANUS Iunonis filius, Hesiod. in Theog. v. 927. Η῞ρῃ δ᾿ Η῞φαιςτον κλυτὸν εν φιλότητι μιγεῖσα, Hunc quidam voluerunt, subventaneo conceptu fuilssegenitum sine patre, quem tamen Homer. e patre Iove Iunonequt matre natum esse putavit. Fuerunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • θύνω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) 1. (ιδίως για πολεμιστές σε ώρα μάχης) ορμώ, σπεύδω ορμητικά, εφορμώ («βασιλῆες θῡνον κρίνοντες» βασιλείς έσπευδαν εδώ κι εκεί παρατάσσοντας τις τάξεις, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πηδώ από το ένα στο άλλο («ἐπ ἄλλοτ ἄλλον… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

  • προτινός — ή, ό, Ν 1. προγενέστερος, παλαιότερος, προηγούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτινά αυτά που έγιναν παλαιότερα, τα περασμένα, τα παλιά («να θυμηθούμε τα προτινά μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προτού + κατάλ. ινός* (πρβλ. αλλοτ ινός, παντοτ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”